- θειώδεις
- серно-желтые
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
θειώδεις — θειώδης sulphureous masc/fem acc pl θειώδης sulphureous masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειώδης — (I) θειώδης, ῶδες (Μ) [θείος (Ι)] αυτός που μοιάζει με τον θεό. επίρρ... θειωδώς (AM, Α παπ. και θειώδως) με θείο τρόπο, θεϊκά αρχ. με αυτοκρατορικό διάταγμα. (II) ες (Α θειώδης, ῶδες) 1. αυτός που μοιάζει με θειάφι («θειώδους οσμῆς», Στράβ.) 2.… … Dictionary of Greek
συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το … Dictionary of Greek
Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… … Dictionary of Greek
Ποποκατέπετλ — (Popocatepetl). Ηφαίστειο του Μεξικού, η δεύτερη σε ύψος (5.452 μέτρα) κορυφή της χώρας, μετά την Πίκο ντε Ορισάμπα (Σιτλαλτέπετλ, 5.700 μ.). Η χιονοσκεπής κορυφή του υψώνεται στα σύνορα των ομόσπονδων Πολιτειών Πουέμπλα, Μεξικό και Μορέλος, σε… … Dictionary of Greek